Ο όρος σπανιότητα δεν αναφέρεται μόνο στο πόσο σπάνια είναι μια πέτρα, αλλά και στο πόσο σπάνια η συγκεκριμένη πέτρα εμφανίζεται όμορφη. Παράδειγμα, το ορυκτό βήρυλλος είναι ένα σπάνιο ορυκτό, δεν απαντά δηλαδή συχνά στην φύση. Το σμαράγδι είναι μια ποικιλία του ορυκτού της βηρύλλου. Ο χαλαζίας όμως δεν είναι σπάνιο ορυκτό και αποτελεί βασικό συστατικό για πάρα πολλά διαφορετικά είδη πετρωμάτων. Κι όμως πολλές ποικιλίες του ανήκουν στις πολύτιμες πέτρες. Ο αμέθυστος, ο κιτρίνης, ο πράσιος, ο ροζ χαλαζίας, ο καπνίας κ.α., είναι όλες ποικιλίες του χαλαζία. Το σύνηθες αυτό ορυκτό έχει τόσες πολλές ποικιλίες του στις πολύτιμες πέτρες. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο χαλαζίας μπορεί μεν να απαντά ευρέως στο στερεό φλοιό της γης, είναι όμως εξαιρετικά σπάνιο να έχει μοβ χρώμα (αμέθυστος), και είναι ακόμα σπανιότερο να έχει κίτρινο χρώμα (κιτρίνης).
Καταλαβαίνουμε δηλαδή τι ακριβώς είναι η σπανιότητα στην ειδική περίπτωση των πολυτίμων πετρών. Δεν σημαίνει κατʼ ανάγκη ότι κάτι το βρίσκουμε σπάνια, αλλά και ότι το σπάνιο σε αυτό είναι η ομορφιά του κι όχι η συχνότητα που απαντά ως υλικό στην φύση. Όταν μιλάμε για την ομορφιά των πολύτιμων πετρών αναφερόμαστε, στο χρώμα τους, στην λάμψη τους, στην δομή τους και σε ότι άλλο εξωτερικό χαρακτηριστικό διαθέτουν, που τους προσδίδει μοναδική εμφάνιση .
Το χρώμα είναι από μόνο του ένας καθαριστικός παράγοντας ομορφιάς. Όμως ο συνδυασμός χρωμάτων και η ιδιαιτερότητα της δομής παίζει επίσης πολύ σημαντικό ρόλο. Παράδειγμα, η έγχρωμη ζώνωση στους αχάτες τους κάνει μοναδικούς όπως και ο συνδυασμός του βαθύ μπλε με το χρυσοκίτρινο στο lapis lazuli δημιουργεί έναν ανεπανάληπτης ομορφιάς συνδυασμό χρωμάτων. Τέλος η ανθεκτικότητα είναι απολύτως απαραίτητη προϋπόθεση για να χαρακτηριστεί ένας κρύσταλλος πολύτιμος. Δηλαδή όσο όμορφος και εάν είναι ο κρύσταλλος της γύψου, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κόσμημα, διότι η σκληρότητά του είναι τόσο μικρή που το ανθρώπινο νύχι τον χαράζει. Έτσι σε κάθε επαφή του με οποιοδήποτε υλικό υπάρχει ο κίνδυνος της γρατσουνιάς. Το ίδιο ισχύει και για την χρυσόκολλα μία πραγματικά υπέροχη πέτρα με απίθανα εντυπωσιακά χρώματα, όμως η ευθρυπτότητά της δεν μας αφήνει πολλά περιθώρια να την χρησιμοποιήσουμε ως πολύτιμη πέτρα σε κόσμημα.
Ο άνθρωπος εξελίσσοντας τις γνώσεις του και ανακαλύπτοντας τους παράγοντες που συμβάλουν ώστε να γίνει μια πέτρα όμορφη και ανθεκτική, έκανε την προσπάθεια να συμβάλει κι αυτός ώστε να ενισχυθούν αυτοί οι παράγοντες και το αποτέλεσμα των ανεπαρκώς πολυτίμων πετρών να βελτιωθεί. Το κορούνδιο όταν παρουσιάζεται με το υπέροχο κόκκινο και διαφανές χρώμα, είναι το πασίγνωστο και πανέμορφο ρουμπίνι. Ο παράγοντας που κάνει το άχρωμο κορούνδιο κόκκινο είναι η παρουσία του χρωμίου στην κρυσταλλική του δομή. Η αναλογία του χρωμίου που χρειάζεται ώστε τελικά το κορούνδιο να γίνει κόκκινο είναι περίπου 1,5-2%. Σε μικρότερες συγκεντρώσεις το χρώμα είναι αχνό κόκκινο, με ροζ ή καφέ χροιά. Όμως εάν θερμάνουμε το εν δυνάμει ρουμπίνι, τότε ο κρύσταλλος απορροφά την ενέργεια που χρειάζεται και τελικά το χλωμό και θολό κορούνδιο μετατρέπεται σε ένα όμορφο διαυγές ρουμπίνι. Αυτός είναι και ο ποιο συνήθης τρόπος που επεμβαίνει ο άνθρωπος και βελτιώνει την εμφάνιση των έγχρωμων πετρών. Κατά κανόνα οι έγχρωμες πέτρες με θέρμανση κάνουν το χρώμα τους ποιο ομοιογενές και εξαφανίζονται οι ανεπιθύμητες χροιές. Εκτός από τους φυσικούς τρόπους επέμβασης ο άνθρωπος χρησιμοποιεί και εξωγενής παράγοντες όπως η βαφή, στην ίδια απόχρωση με την πέτρα για να βελτιωθεί η ποιότητα και η ομογένεια του χρώματος. Όμως αυτός ο τρόπος είναι σχετικά εύκολα ανιχνεύσιμος και τα τελευταία χρόνια τείνει να εκλείψει. Στην περίπτωση που η πέτρα δεν έχει την απαραίτητη συνοχή και είναι ευάλωτη στην τριβή και στην πίεση, χρησιμοποιούμε τον εμποτισμό. Σε πολλές περιοχές το τυρκουάζ ενώ είναι μπλε με ομογενές χρώμα, δεν έχει συνοχή και θρυμματίζεται εύκολα. Αυτό είναι αποτρεπτικό στο να χρησιμοποιηθεί ως πολύτιμος λίθος. Για τον λόγο αυτό το εμποτίζουμε με διάφορα υλικά όπως κερί, πλαστικό, γυαλί ή ρητίνες και γίνεται συνεκτικός χωρίς να διατρέχει πλέον τον κίνδυνο του αποχωρισμού και της θραύσης.
Φυσικά οι τρόποι που επεμβαίνει ο άνθρωπος στις πολύτιμες πέτρες για να βελτιώσει την εξωτερική τους εμφάνιση ή την ανθεκτικότητά τους είναι πάρα πολλοί και διαφέρουν από πέτρα σε πέτρα. Το σύνολο των διεργασιών αυτών ονομάζονται βελτιωτικές επεξεργασίες ή treatments στην διεθνή βιβλιογραφία και σε αρκετές των περιπτώσεων είναι πολύ δύσκολο να ανιχνευτούν. Το διαμάντι ακόμα και σε αυτές τις ειδικές διεργασίες εξακολουθεί να αποτελεί ξεχωριστεί περίπτωση, η οποία απαιτεί πολύ εξειδικευμένες γνώσεις και πολύ υψηλή τεχνική και τεχνολογία. Η σπανιότητα του διαμαντιού και η ομορφιά του είναι τελείως διαφορετική από των υπολοίπων πολυτίμων πετρών. Το διαμάντι είναι όμορφο κυρίως λόγω του συνδυασμού της λάμψης και των οπτικών του ιδιοτήτων με την τέλεια αχρωματότητά που διαθέτει. Όταν μια πέτρα είναι έγχρωμη υπάρχουν αρκετοί τρόποι να βελτιώσεις το χρώμα της. Όμως πώς δύναται να βελτιωθεί η έλλειψη χρώματος, πώς μπορείς να κάνεις ένα άχρωμο διαμάντι ποιο άχρωμο;
Αυτή η σκέψη μόλις πριν από δέκα χρόνια αποτελούσε επιστημονική φαντασία. Η πρόοδος της επιστήμης ακολουθεί ταχύτατους ρυθμούς και κάτι που πριν δέκα ή δέκα πέντε χρόνια έμοιαζε αδιανόητο σήμερα ο άνθρωπος μπορεί να το επιτύχει. Καταλαβαίνεται πως η δυνατότητα να κάνουμε ένα διαμάντι με χροιά ή με ασθενή απόχρωση άχρωμο είναι κάτι το εξαιρετικά δύσκολο και ανατρεπτικό. Για άλλη μία φόρα το ανθρώπινο πνεύμα κατόρθωσε το καταπληκτικό αυτό επίτευγμα. Φυσικά αυτό δεν είναι απλό και δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε όλα τα διαμάντια, παρά μόνο σε ορισμένα και κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Στην ενότητα διαμάντι και χρώμα πληροφορηθήκαμε για την ιδιαιτερότητα του χρωματισμού των διαμαντιών. Στις υπόλοιπες πολύτιμες πέτρες το αίτιο χρωματισμού είναι η ύπαρξη συγκεκριμένων χημικών στοιχείων που ενεργοποιούνται μέσα στο εύρος του φάσματος που δύναται να διακρίνει το ανθρώπινο μάτι. Στο διαμάντι οι δεσμοί του άνθρακα αλλά και των ιχνοστοιχείων του, απαιτούν υψηλές ενέργειες που δεν ανταποκρίνονται σε μήκη κύματος που μπορεί να δει το ανθρώπινο μάτι. Δηλαδή στο ζαφείρι, στο ρουμπίνι, στο σμαράγδι, στον αμέθυστο και στις περισσότερες πολύτιμες πέτρες είναι αρκετό να αυξήσουμε την θερμοκρασία για να έχουμε το επιθυμητό αποτέλεσμα, στην περίπτωση όμως του διαμαντιού αυτό δεν είναι αρκετό και εάν θέλουμε να αλλάξουμε το χρώμα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε ακτινοβολίες ή βομβαρδισμούς με ατομικά σωματίδια.
Καταλαβαίνουμε πως η τεχνολογία που απαιτείται για την αύξηση της θερμοκρασίας δεν έχει καμία σχέση με την τεχνολογία που απαιτείται για την ακτινοβολία και τον βομβαρδισμό. Το διαμάντι είναι πολύ απαιτητικό σε γνώση, τεχνολογία αλλά και σε κόστος. Το κόστος της βελτιωτικής επεξεργασίας με την χρήση ακτίνων γ ή τον βομβαρδισμό με νετρόνια, είναι ασύγκριτα υψηλότερο ακόμα και από την θέρμανση των ζαφειριών που απαιτεί υψηλότατες θερμοκρασίες που αγγίζουν τους 2000°C.
Το διαμάντι δεν ακολουθεί συγκεκριμένους κανόνες σε ότι αφορά τις διαδικασίες απόκτησης χρώματος. Άλλα χρώματα όπως το μπλε και το κίτρινο οφείλονται στην παρουσία ιχνοστοιχείων, του αζώτου και του βορίου αντίστοιχα. Άλλα όμως τα αποκτά ο κρύσταλλος λόγω πλαστικής παραμόρφωσης του κρυσταλλικού πλέγματος που οφείλεται στην πίεση από τα τεράστια βάθη που προέρχεται το διαμάντι. Υπάρχει ακόμα και η περίπτωση το χρώμα να οφείλεται σε φυσική ραδιενέργεια που υπάρχει στο εσωτερικό της λιθόσφαιρας, η οποία όμως ενεργοποιεί κάποιο χρωματικό κέντρο του κρυστάλλου του συγκεκριμένου διαμαντιού. Στην πραγματικότητα κάθε διαμάντι που διαθέτει χρώμα το οφείλει σε κάποιο μοναδικό παράγοντα που ίσως να μην το ξανασυναντήσουμε σε άλλο κρύσταλλο διαμαντιού. Κάθε έγχρωμο διαμάντι είναι και μία διατριβή σε ότι αφορά τον ή τους παράγοντες στους οποίους οφείλεται το χρώμα, αλλά και στην έρευνα που ακολουθεί για την βελτίωση ή την αλλαγή του συγκεκριμένου χρώματος. Γιʼ αυτόν τον λόγο σας δίνουμε την υπόσχεση ότι σιγά-σιγά θα μελετήσουμε, πάντα σύμφωνα με την διεθνή βιβλιογραφία, όλους τους παράγοντες χρωματισμού καθώς και τις πολύ εξειδικευμένες τεχνικές που χρησιμοποιούνται (σε σύγκριση με τις υπόλοιπες πολύτιμες πέτρες) για την βελτίωση ή την αλλαγής του χρώματος στα διαμάντια.
Όπως αναφέραμε και στα 4 C η ομορφιά του διαμαντιού είναι δεδομένη. Διότι είναι πάντα λαμπερό, φωτεινό και σκληρό. Έτσι για την αξιολόγησή του αναγκαστήκαμε να δημιουργήσουμε πολύ αυστηρά κριτήρια, τα γνωστά μας 4 C. Ένα από αυτά είναι η καθαρότητα, η διαύγεια δηλαδή που πρέπει να διαθέτει ένα καλοσχηματισμένο και γυαλισμένο διαμάντι. Αρκετές φορές η παρουσία ενός εγκλείσματος μειώνει πάρα πολύ την αξία των διαμαντιών. Υπάρχει μία τεχνική που εξαφανίζει το έγκλεισμα αφήνοντας πίσω μια μακρόστενη οπή. Στο υπό επεξεργασία διαμάντι μια δέσμη laser ανοίγει μια μακρόστενη οπή, η οποία φτάνει μέχρι το ανεπιθύμητο έγκλεισμα. Στην συνέχεια το laser καίει το έγκλεισμα και το «εξαφανίζει», βελτιώνοντας την καθαρότητα του. Η τεχνική αυτή ονομάζεται laser drilling, και φυσικά πρέπει απαραίτητα να αναφέρεται στο πιστοποιητικό που συνοδεύει την πέτρα. Το laser drilling χρησιμοποιείται κυρίως όταν έχουμε μαύρα εγκλείσματα, τα οποία υποβαθμίζουν κατά πολύ την ποιότητα της πέτρας.
Παρόμοια τεχνική εφαρμόζεται και στην περίπτωση που ένα μεγάλο σπάσιμο ή άνοιγμα φτάνει μέχρι την εξωτερική επιφάνεια ενός διαμαντιού. Τότε ένα ειδικής χημικής σύστασης γυαλί σε ρευστή κατάσταση πιέζεται εντός του σπασίματος ή του ανοίγματος και συμπληρώνει το κενό που υπάρχει στο εσωτερικό της πέτρας. Στην συνέχεια το ρευστό στερεοποιείται και γίνεται ένα σώμα με τον κρύσταλλο. Το γυαλί που συμπληρώνει το κενό έχει παρόμοιο δείκτη διάθλασης με το διαμάντι, ώστε η συμπεριφορά του φωτός να μην προδίδει την ύπαρξή του. Με τον τρόπο αυτό βελτιώνεται κατά πολύ η εμφάνιση της πέτρας. Όπως και στην περίπτωση των laser drilled diamonds, η επεξεργασία της συμπλήρωσης των κενών/σπασιμάτων πρέπει απαραίτητα να αναφέρεται στο πιστοποιητικό.