Ο Κεντρικός Οργανισμός Πωλήσεων ή CSO είναι ένας όμιλος, που απαρτίζεται από ανεξάρτητες εταιρίες η έδρα των οποίων βρίσκεται στην Αγγλία. Οι εταιρίες αυτές λειτουργούν σαν αποθήκες σύμφωνα με την βασική πολιτική της De Beers, η οποία επιθυμεί την συσσώρευση και τον έλεγχο των ακατέργαστων διαμαντιών. Έτσι ο κεντρικός οργανισμός πωλήσεων διασφαλίζει την σταθερότητα στην αγορά των ακατέργαστων διαμαντιών, σύμφωνα με τις αρχές που χάραξε ο σερ Ernst Oppenheimer. Ο CSO δραστηριοποιείται σε δύο τομείς: i) στα επενδυτικά διαμάντια και στα διαμάντια που μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην κοσμηματοποιΐα και ii) στα βιομηχανικά διαμάντια. Δηλαδή βλέπουμε πως οι De Beers ελέγχουν όλες τις πτυχές του διαμαντιού κι όχι μόνο τα πολύτιμα διαμάντια.
Industrial Diamond Distributors Ltd. Η εταιρεία αυτή είναι υπεύθυνη για την διανομή των ακατέργαστων διαμαντιών που δεν έχουν την ποιότητα ώστε να χρησιμοποιηθούν στην κοσμηματοποιΐα και τα προωθεί στην βιομηχανία, για βιομηχανική χρήση (εργαλεία, στιλβωτικά, λειαντικά, κοπτικά κ.α). Αρχικά συγκεντρώνει όλη την ποσότητα αυτών των διαμαντιών από την Diamond Producers Association (Ένωση Παραγωγών Διαμαντιών) και από την Diamond Corporation (Εταιρία Διαμαντιών). Στην συνέχεια τα διοχετεύει στην αγορά ή τα προμηθεύει απευθείας στην βιομηχανία.
Η Diamond Purchasing and Trading Company (εταιρία αγοράς και εμπορικής διάθεσης διαμαντιών) ασχολείται με την συγκέντρωση μεγάλων αποθεμάτων σε ακατέργαστα διαμάντια πολύτιμης ποικιλίας, στο κεντρικό γραφείο που βρίσκεται στο Λονδίνο. Η εταιρία διατηρεί επίσης αποθήκες με μικρότερα αποθέματα στο Γιοχάνεσμπουργκ και στην Λουκέρνη. Ανεξάρτητα από την πηγή που έχουν προέλθει και χωρίς καμία εξαίρεση, όλα τα διαμάντια είτε είναι από την Diamond Producers Association (Ένωση Παραγωγών Διαμαντιών), προέρχονται δηλαδή από ορύχεια που ανήκουν στην De Beers, είτε είναι από την Diamond Corporation (Εταιρία Διαμαντιών), αγορασμένα δηλαδή από ορυχεία που δεν ανήκουν στον όμιλο De Beers, εφόσον περιέλθουν στην ιδιοκτησία του ομίλου De Beers περνάνε από έναν αρχικό έλεγχο και ταξινομούνται σε κατηγορίες αξιολόγησης πριν φτάσουν σε μία από τις παραπάνω τρεις αποθήκες. Φυσικά στις αποθήκες γίνεται επανεκτίμησή τους και αρχικά ταξινομούνται σε τέσσερις κατηγορίες ανάλογα με το εξωτερικό τους σχήμα. Στην συνέχεια σε κάθε μία από αυτές τις τέσσερις κατηγορίες τα ακατέργαστα διαμάντια ταξινομούνται με κριτήρια όπως το βάρος, η καθαρότητα και το χρώμα. Πρόκειται για μία εξαιρετικά εξειδικευμένη και λεπτομερής ταξινόμηση η οποία τελικά κατατάσσει τα διαμάντια σε 14.000 κατηγορίες. Στο Λονδίνο που είναι και το μεγαλύτερο κέντρο συσσώρευσης ακατέργαστων πολυτίμων διαμαντιών, δουλεύουν ακατάπαυτα 400 πολύπειροι εκτιμητές που κατατάσσουν τα διαμάντια σε κατηγορίες. Οι κανόνες εργασίας είναι πολύ αυστηροί και σαν παράδειγμα θα σας αναφέρουμε ότι η χρωματική ταξινόμηση πραγματοποιείται μόνο συγκεκριμένες ώρες της ημέρας, κυρίως μεσημεριανές, όπου και το βορειοανατολικό φως είναι χρωματικά ουδέτερο.
Όπως καταλαβαίνουμε στο τέλος της ταξινόμησης τα διαμάντια έχουν ανακατευτεί και κανένας δεν γνωρίζει από πού προέρχεται το κάθε διαμάντι. Τα διαμάντια τα οποία έχουν τακτοποιηθεί τελειωτικά σε κατηγορίες αξιολόγησης χρησιμοποιούνται από τον CSO ή από την Diamond Purchasing and Trading Company (εταιρία αγοράς και εμπορικής διάθεσης διαμαντιών), στις ημέρες διάθεσεις «Sights days».
Για περισσότερα από 60 χρόνια ακολουθείτε το σύστημα του Oppenheimer. Οι τρεις αυτές αποθήκες διαθέτουν συγκεκριμένο αριθμό διαμαντιών (από τα παραπάνω τακτοποιημένα σε κατηγορίες διαμάντια) για χρονικό διάστημα πέντε εβδομάδων. Μέσα στις πέντε αυτές εβδομάδες (τα ονομαζόμενα «Sights») συγκεκριμένη ποσότητα διαμαντιών εκτίθεται στους αγοραστές, στο Λονδίνο, στο Γιοχάνεσμπουργκ (μόνο διαμάντια προερχόμενα από την Αφρική) και στη Λουκέρνη (μόνο διαμάντια mêlées, δηλαδή μικρά διαμάντια). Ακατέργαστα διαμάντια με βάρος από 15 καράτια και πάνω διαχωρίζονται και πωλούνται ξεχωριστά.
Η CSO ή Diamond Purchasing and Trading Company (εταιρία αγοράς και εμπορικής διάθεσης διαμαντιών) προσκαλεί περίπου 130 επιλεγμένους εμπόρους από όλον τον κόσμο για τις ημέρες διάθεσης «Sights». Οι έμποροι αυτοί επιλέγονται με αυστηρά κριτήρια και οι οποίοι πρέπει να έχουν «λευκό εμπορικό μητρώο» και μεγάλη οικονομική επιφάνεια. Οι έμποροι μπορεί να είναι είτε εμπορικοί πράκτορες είτε μεγάλοι κατασκευαστές και είναι υποχρεωμένοι στην διάρκεια του έτους να υποβάλουν στον Κεντρικό Οργανισμό Πωλήσεων (CSO) δέκα γραπτές παραγγελίες για ακατέργαστα διαμάντια.
Στην διάρκεια των ημερών διάθεσης «Sights» ο κάθε έμπορος παραλαμβάνει το πακέτο του, το επονομαζόμενο «box». Έχει την δυνατότητα να ελέγξει την ποσότητα και την ποιότητα των διαμαντιών του στα γραφεία της CSO. Μπορεί να τύχει να βρει στο πακέτο του πέτρες που δεν έχει παραγγείλει ή να μην βρει πέτρες που έχει παραγγείλει. Αυτό το κανονίζει ο Κεντρικό Οργανισμός Πωλήσεων (CSO) για τον εξής λόγω. Υπάρχει η περίπτωση από τις παραγγελίες που έχουν προκύψει από τους 130 ενδιαφερόμενους να δημιουργηθεί έλλειψη ή πλεόνασμα κάποιας συγκεκριμένης κατηγορίας πετρών στην αγορά. Έτσι ο CSO αγνοεί τις παραγγελίες και προσπαθεί να βάλει τις πέτρες με τέτοιο τρόπο στα πακέτο ώστε να επανέλθει ισορροπία κατηγοριών στην αγορά.
Οι έμποροι που μετέχουν στα «Sights» έχουν δικαίωμα λόγου για την ποσότητα, το βάρος, την ποιότητα και την τιμή των «box» μόνο σε μικρό ποσοστό.
Στα «Sights» που είναι οι ημέρες που διατίθενται οι πέτρες αλλά και οι μέρες που οι ενδιαφερόμενοι βλέπουν και ελέγχουν τα «box» τους, έχουν το δικαίωμα να δεχτούν ή να απορρίψουν το «box» συνολικά. Δεν γίνεται δηλαδή να διαλέξουν τι επιθυμούν και τι όχι μέσα από τα «box», πρέπει να το δεχτούν όλο ή να το απορρίψουν όλο, ο CSO δεν αφήνει περιθώρια διαπραγματεύσεων στην ποσότητα και στην τιμή των «box». Επειδή ενίοτε οι άγραφτοι νόμοι είναι πιο ισχυροί εάν κάποιος αρνηθεί δύο φορές «box», υπάρχει η πιθανότητα να μην δεχτεί ξανά πρόσκληση στα «Sights», ακόμα κι εάν είναι μέλος του κλειστού αυτού «κυκλώματος» για πολλά χρόνια.
Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που ο CSO πληροφορηθεί ότι κάποιος από τους τακτικούς πελάτες των «Sights» αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα. Η χρηματική αξία των «box» που εκτίθενται στα «Sight» ξεκινά από 200.000,00 δολάρια και μπορεί να φτάσει τα 3.00.000,00 δολάρια. Το μέσο όρο κυμαίνεται στα 1.000.000,00 δολάρια. Όταν κάποιος από τους έμπορους αποδεχτεί το «box», οφείλει να τακτοποιηθεί οικονομικά σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Μόλις γίνει η οικονομική τακτοποίηση αποστέλλεται το «box» με ευθύνη του CSO. Εάν κάποιος από τους μεγαλέμπορους που μετέχουν στα «Sights» είναι και κατασκευαστής αναλαμβάνει και την κοπή των ακατέργαστων διαμαντιών, ενώ άλλοι προσφέρουν προς πώληση τα διαμάντια του «box» στις μεγάλες αγορές της Αμβέρσας, του Λονδίνου, του Τελαβίβ, της Βομβάη και της Νέας Υόρκης.
Βλέπουμε το σημαντικό έργο που επιτελεί ο Κεντρικός Οργανισμός Πωλήσεων Διαμαντιών (CSO). Ίσως να φαίνεται σκληρός και φασιστικός, όμως δυστυχώς η παγκόσμια αγορά διαμαντιών δεν θέλει συναισθηματισμούς και μεροληψίες. Απαιτεί αυστηρούς και απαράβατους κανόνες ώστε πάντα το διαμάντι να έχει ισορροπημένη ροή στην προσφορά και στην ζήτηση, χωρίς να δημιουργούνται ελλείψεις ή περίσσεια σε ποιοτικές κατηγορίες. Γι’ αυτόν τον λόγω παρά του ότι και οι De Beers αντιμετωπίζουν προβλήματα στην γενικευμένη οικονομική κρίση, το διαμάντι παραμένει σίγουρη επένδυση και αξιόπιστη μορφή συμπυκνωμένου πλούτου.
Η Diamond Purchasing and Trading Company (εταιρία αγοράς και εμπορικής διάθεσης διαμαντιών) ασχολείται με την συγκέντρωση μεγάλων αποθεμάτων σε ακατέργαστα διαμάντια πολύτιμης ποικιλίας, στο κεντρικό γραφείο που βρίσκεται στο Λονδίνο. Η εταιρία διατηρεί επίσης αποθήκες με μικρότερα αποθέματα στο Γιοχάνεσμπουργκ και στην Λουκέρνη. Ανεξάρτητα από την πηγή που έχουν προέλθει και χωρίς καμία εξαίρεση, όλα τα διαμάντια είτε είναι από την Diamond Producers Association (Ένωση Παραγωγών Διαμαντιών), προέρχονται δηλαδή από ορύχεια που ανήκουν στην De Beers, είτε είναι από την Diamond Corporation (Εταιρία Διαμαντιών), αγορασμένα δηλαδή από ορυχεία που δεν ανήκουν στον όμιλο De Beers, εφόσον περιέλθουν στην ιδιοκτησία του ομίλου De Beers περνάνε από έναν αρχικό έλεγχο και ταξινομούνται σε κατηγορίες αξιολόγησης πριν φτάσουν σε μία από τις παραπάνω τρεις αποθήκες. Φυσικά στις αποθήκες γίνεται επανεκτίμησή τους και αρχικά ταξινομούνται σε τέσσερις κατηγορίες ανάλογα με το εξωτερικό τους σχήμα. Στην συνέχεια σε κάθε μία από αυτές τις τέσσερις κατηγορίες τα ακατέργαστα διαμάντια ταξινομούνται με κριτήρια όπως το βάρος, η καθαρότητα και το χρώμα. Πρόκειται για μία εξαιρετικά εξειδικευμένη και λεπτομερής ταξινόμηση η οποία τελικά κατατάσσει τα διαμάντια σε 14.000 κατηγορίες. Στο Λονδίνο που είναι και το μεγαλύτερο κέντρο συσσώρευσης ακατέργαστων πολυτίμων διαμαντιών, δουλεύουν ακατάπαυτα 400 πολύπειροι εκτιμητές που κατατάσσουν τα διαμάντια σε κατηγορίες. Οι κανόνες εργασίας είναι πολύ αυστηροί και σαν παράδειγμα θα σας αναφέρουμε ότι η χρωματική ταξινόμηση πραγματοποιείται μόνο συγκεκριμένες ώρες της ημέρας, κυρίως μεσημεριανές, όπου και το βορειοανατολικό φως είναι χρωματικά ουδέτερο.
Όπως καταλαβαίνουμε στο τέλος της ταξινόμησης τα διαμάντια έχουν ανακατευτεί και κανένας δεν γνωρίζει από πού προέρχεται το κάθε διαμάντι. Τα διαμάντια τα οποία έχουν τακτοποιηθεί τελειωτικά σε κατηγορίες αξιολόγησης χρησιμοποιούνται από τον CSO ή από την Diamond Purchasing and Trading Company (εταιρία αγοράς και εμπορικής διάθεσης διαμαντιών), στις ημέρες διάθεσεις «Sights days».
Για περισσότερα από 60 χρόνια ακολουθείτε το σύστημα του Oppenheimer. Οι τρεις αυτές αποθήκες διαθέτουν συγκεκριμένο αριθμό διαμαντιών (από τα παραπάνω τακτοποιημένα σε κατηγορίες διαμάντια) για χρονικό διάστημα πέντε εβδομάδων. Μέσα στις πέντε αυτές εβδομάδες (τα ονομαζόμενα «Sights») συγκεκριμένη ποσότητα διαμαντιών εκτίθεται στους αγοραστές, στο Λονδίνο, στο Γιοχάνεσμπουργκ (μόνο διαμάντια προερχόμενα από την Αφρική) και στη Λουκέρνη (μόνο διαμάντια mêlées, δηλαδή μικρά διαμάντια). Ακατέργαστα διαμάντια με βάρος από 15 καράτια και πάνω διαχωρίζονται και πωλούνται ξεχωριστά.
Η CSO ή Diamond Purchasing and Trading Company (εταιρία αγοράς και εμπορικής διάθεσης διαμαντιών) προσκαλεί περίπου 130 επιλεγμένους εμπόρους από όλον τον κόσμο για τις ημέρες διάθεσης «Sights». Οι έμποροι αυτοί επιλέγονται με αυστηρά κριτήρια και οι οποίοι πρέπει να έχουν «λευκό εμπορικό μητρώο» και μεγάλη οικονομική επιφάνεια. Οι έμποροι μπορεί να είναι είτε εμπορικοί πράκτορες είτε μεγάλοι κατασκευαστές και είναι υποχρεωμένοι στην διάρκεια του έτους να υποβάλουν στον Κεντρικό Οργανισμό Πωλήσεων (CSO) δέκα γραπτές παραγγελίες για ακατέργαστα διαμάντια.
Στην διάρκεια των ημερών διάθεσης «Sights» ο κάθε έμπορος παραλαμβάνει το πακέτο του, το επονομαζόμενο «box». Έχει την δυνατότητα να ελέγξει την ποσότητα και την ποιότητα των διαμαντιών του στα γραφεία της CSO. Μπορεί να τύχει να βρει στο πακέτο του πέτρες που δεν έχει παραγγείλει ή να μην βρει πέτρες που έχει παραγγείλει. Αυτό το κανονίζει ο Κεντρικό Οργανισμός Πωλήσεων (CSO) για τον εξής λόγω. Υπάρχει η περίπτωση από τις παραγγελίες που έχουν προκύψει από τους 130 ενδιαφερόμενους να δημιουργηθεί έλλειψη ή πλεόνασμα κάποιας συγκεκριμένης κατηγορίας πετρών στην αγορά. Έτσι ο CSO αγνοεί τις παραγγελίες και προσπαθεί να βάλει τις πέτρες με τέτοιο τρόπο στα πακέτο ώστε να επανέλθει ισορροπία κατηγοριών στην αγορά.
Οι έμποροι που μετέχουν στα «Sights» έχουν δικαίωμα λόγου για την ποσότητα, το βάρος, την ποιότητα και την τιμή των «box» μόνο σε μικρό ποσοστό.
Στα «Sights» που είναι οι ημέρες που διατίθενται οι πέτρες αλλά και οι μέρες που οι ενδιαφερόμενοι βλέπουν και ελέγχουν τα «box» τους, έχουν το δικαίωμα να δεχτούν ή να απορρίψουν το «box» συνολικά. Δεν γίνεται δηλαδή να διαλέξουν τι επιθυμούν και τι όχι μέσα από τα «box», πρέπει να το δεχτούν όλο ή να το απορρίψουν όλο, ο CSO δεν αφήνει περιθώρια διαπραγματεύσεων στην ποσότητα και στην τιμή των «box». Επειδή ενίοτε οι άγραφτοι νόμοι είναι πιο ισχυροί εάν κάποιος αρνηθεί δύο φορές «box», υπάρχει η πιθανότητα να μην δεχτεί ξανά πρόσκληση στα «Sights», ακόμα κι εάν είναι μέλος του κλειστού αυτού «κυκλώματος» για πολλά χρόνια.
Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που ο CSO πληροφορηθεί ότι κάποιος από τους τακτικούς πελάτες των «Sights» αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα. Η χρηματική αξία των «box» που εκτίθενται στα «Sight» ξεκινά από 200.000,00 δολάρια και μπορεί να φτάσει τα 3.00.000,00 δολάρια. Το μέσο όρο κυμαίνεται στα 1.000.000,00 δολάρια. Όταν κάποιος από τους έμπορους αποδεχτεί το «box», οφείλει να τακτοποιηθεί οικονομικά σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Μόλις γίνει η οικονομική τακτοποίηση αποστέλλεται το «box» με ευθύνη του CSO. Εάν κάποιος από τους μεγαλέμπορους που μετέχουν στα «Sights» είναι και κατασκευαστής αναλαμβάνει και την κοπή των ακατέργαστων διαμαντιών, ενώ άλλοι προσφέρουν προς πώληση τα διαμάντια του «box» στις μεγάλες αγορές της Αμβέρσας, του Λονδίνου, του Τελαβίβ, της Βομβάη και της Νέας Υόρκης.
Βλέπουμε το σημαντικό έργο που επιτελεί ο Κεντρικός Οργανισμός Πωλήσεων Διαμαντιών (CSO). Ίσως να φαίνεται σκληρός και φασιστικός, όμως δυστυχώς η παγκόσμια αγορά διαμαντιών δεν θέλει συναισθηματισμούς και μεροληψίες. Απαιτεί αυστηρούς και απαράβατους κανόνες ώστε πάντα το διαμάντι να έχει ισορροπημένη ροή στην προσφορά και στην ζήτηση, χωρίς να δημιουργούνται ελλείψεις ή περίσσεια σε ποιοτικές κατηγορίες. Γι’ αυτόν τον λόγω παρά του ότι και οι De Beers αντιμετωπίζουν προβλήματα στην γενικευμένη οικονομική κρίση, το διαμάντι παραμένει σίγουρη επένδυση και αξιόπιστη μορφή συμπυκνωμένου πλούτου.